ηπειρογένεση

ηπειρογένεση
η
μεγάλης έκτασης παραμόρφωση τών κρατονικών τεμαχών τού φλοιού τής γης στο εσωτερικό τών ηπείρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. epeirogenesis < ēpeiros (πρβλ. ήπειρος) + genesis (πρβλ. γένεσις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”